κτηνάλευρο

κτηνάλευρο
το
συν. στον πληθ. τα κτηνάλευρα
άλευρα που λαμβάνονται με την άλεση διαφόρων σπόρων, δημητριακών, οσπρίων κ.ά. προϊόντων και χρησιμοποιούνται υπό μορφή πίτας για τη διατροφή ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -άλευρο (< αλεύρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”